καμηλαύκι

καμηλαύκι
καμηλαύκι, το και καλημαύκιο, το
(λ. λατ.), κάλυμμα της κεφαλής των ορθόδοξων κληρικών: Ο παπάς έβγαλε το καμηλαύκι του και προσευχήθηκε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καμηλαύκι — και καλυμμαύχι και καλυμμαύκι, το (Μ καμηλαύκι και καμηλαύκιν και καμηλλαύκιον και καμελαύκιον και καμελλαύκιον και καμηλαύχι[ο]ν και καλυμμαύχι[ν]) το μαύρο, ψηλό και κυλινδρικό κάλυμμα τής κεφαλής τών ορθόδοξων κληρικών μσν. κάθε κάλυμμα… …   Dictionary of Greek

  • καλυμμαύχι ή καμηλαύκι — Κάλυμμα της κεφαλής των ιερέων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, που έχει σχήμα κυλινδρικό με γείσο στο πάνω μέρος. Το κ. που φορούν οι Έλληνες κληρικοί είναι μαύρο, ενώ αυτό που φορούν οι κληρικοί των Σλαβικών Εκκλησιών είναι ιώδες. Κ., χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • καμηλαυκίτσιν — καμηλαυκίτσιν, τὸ (Μ) [καμηλαύκι] μικρό καμηλαύκι …   Dictionary of Greek

  • καλυμμαύχι — και καλυμμαύκι(ον), το (Μ καλυμμαύχι[ν] και καλυμμαύκι[ν] και καλυμμαύχιον) βλ. καμηλαύκι …   Dictionary of Greek

  • καμελ(λ)αύκιον — καμελ(λ)αύκιον, τὸ (Μ) βλ. καμηλαύκι …   Dictionary of Greek

  • camilafcă — CAMILÁFCĂ, camilafce, s.f. Potcap (sau scufie) acoperit cu un văl, de obicei negru, care atârnă pe spate, purtat de prelaţii şi călugării ortodocşi la anumite ocazii. – Din sl. kamilavka. Trimis de valeriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  camiláfcă s …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”