καμηλαύκι — και καλυμμαύχι και καλυμμαύκι, το (Μ καμηλαύκι και καμηλαύκιν και καμηλλαύκιον και καμελαύκιον και καμελλαύκιον και καμηλαύχι[ο]ν και καλυμμαύχι[ν]) το μαύρο, ψηλό και κυλινδρικό κάλυμμα τής κεφαλής τών ορθόδοξων κληρικών μσν. κάθε κάλυμμα… … Dictionary of Greek
καλυμμαύχι ή καμηλαύκι — Κάλυμμα της κεφαλής των ιερέων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, που έχει σχήμα κυλινδρικό με γείσο στο πάνω μέρος. Το κ. που φορούν οι Έλληνες κληρικοί είναι μαύρο, ενώ αυτό που φορούν οι κληρικοί των Σλαβικών Εκκλησιών είναι ιώδες. Κ., χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
καμηλαυκίτσιν — καμηλαυκίτσιν, τὸ (Μ) [καμηλαύκι] μικρό καμηλαύκι … Dictionary of Greek
καλυμμαύχι — και καλυμμαύκι(ον), το (Μ καλυμμαύχι[ν] και καλυμμαύκι[ν] και καλυμμαύχιον) βλ. καμηλαύκι … Dictionary of Greek
καμελ(λ)αύκιον — καμελ(λ)αύκιον, τὸ (Μ) βλ. καμηλαύκι … Dictionary of Greek
camilafcă — CAMILÁFCĂ, camilafce, s.f. Potcap (sau scufie) acoperit cu un văl, de obicei negru, care atârnă pe spate, purtat de prelaţii şi călugării ortodocşi la anumite ocazii. – Din sl. kamilavka. Trimis de valeriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 camiláfcă s … Dicționar Român